- πρόωση
- η / πρόωσις, -ώσεως, ΝΜΑ, και συνηρ. τ. πιθ. στον Ησύχ. πρῶσις Α [προωθῶ]η ώθηση προς τα εμπρός, προώθησηνεοελλ.1. ιατρ. τάση συνεχούς επιταχύνσεως τού βήματος προς τα εμπρός κατά τη βάδιση, σαν να ακολουθεί ο άρρωστος, τρέχοντας, το κέντρο βάρους τού σώματός του, τάση που εμφανίζεται κυρίως στα εξωπυραμιδικά σύνδρομα λόγω διαταραχής τής στατικής και τής ικανότητας αναστολής τών κινήσεων χωρίς απώλεια τής ισορροπίας τού σώματος, αλλ. προώθηση ή προσθιώθηση2. ναυτ. ο τρόπος ή το σύστημα με το οποίο προωθείται ένα πλωτό ναυπήγημα, όπως πλοίο, φορτηγίδα ή βάρκα3. (μηχανολ.) το να τίθεται ένα σώμα σε κίνηση με την άσκηση δύναμης σε αυτό4. φρ. α) «πρόωση αεροσκαφών»(αεροπορ.) προώθηση που πραγματοποιείται είτε με έλικα κινούμενη από εμβολοφόρο κινητήρα ή από στρόβιλο είτε με δέσμη αερίων παραγόμενη από στροβιλοκινητήρα και εκτοξευόμενη με μεγάλη ταχύτητα προς τα πίσωβ) «στροβιλοηλεκτρική πρόωση»τεχνολ. προωθητικό σύστημα το οποίο χρησιμοποιεί την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από στροβιλογεννήτριεςγ) «συντελεστής προώσεως»(μηχανολ.) το γινόμενο τής απόδοσης τού οργάνου πρόωσης επί τον συντελεστή μηχανικής απόδοσης τού συστήματος μετάδοσης τής κίνησηςαρχ.ιατρ. έξοδος λίθων από την ουρήθρα.
Dictionary of Greek. 2013.